- πρασίῳ
- πράσιονhorehoundneut dat sgπράσιοςvomitusmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρασιώ — όω, Α [πρασιά] πρασιάζω* … Dictionary of Greek
παρεμφέρω — Α [εμφέρω] 1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.) 2. παθ. παρεμφέρομαι εισάγομαι κάπου επί πλέον 3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.) … Dictionary of Greek